Τα ινομυώματα ή αλλιώς λειομυώματα είναι καλοήθεις όγκοι, οι οποίοι αποτελούνται από ινώδη ιστό και αναπτύσσονται στο μυικό τοίχωμα της μήτρας. Είναι ο συχνότερος όγκος που συναντάται στη γυναικολογία. Συνήθως εμφανίζονται μετά την ηλικία των 35 ετών, ενώ μετά την εμμηνόπαυση έχουν την τάση να υποστρέφουν. Ο ρυθμός αύξησής τους ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα.

Αιτιολογία

Η ακριβής αιτιολογία της ανάπτυξης των ινομυωμάτων δεν είναι πλήρως γνωστή. Επικρατέστερη θεωρία είναι αυτή της γονιδιακής τους προέλευσης. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ευνοούν την εμφάνιση και ανάπτυξη των ινομυωμάτων, όπως είναι η αυξημένη και παρατεταμένη έκθεση σε οιστρογόνα, η ατοκία, η φυλή και η παχυσαρκία.

Συμπτώματα

Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ινομυώματα είναι ασυμπτωματικά και η παρουσία τους διαπιστώνεται κατά τον προληπτικό γυναικολογικό έλεγχο. Ανάλογα όμως με  το μέγεθος και την εντόπισή τους, είναι δυνατό να συνοδεύονται από διάφορα συμπτώματα, όπως:

-  Μεγάλη απώλεια αίματος κατά την περίοδο (μηνορραγία) ή απώλεια αίματος στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο περιόδων (μητρορραγία).

-  Αίσθημα βάρους ή πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή στη μέση.

-  Αίσθημα πόνου και δυσφορίας κατά την ερωτική επαφή (δυσπαρεύνια).

-  Διαταραχές στην ούρηση, σε περίπτωση ινομυώματος μεγάλου μεγέθους που πιέζει την ουροδόχο κύστη.

-  Δυσκοιλιότητα ή πόνος στο ορθό αν πιέζει το παχύ έντερο.

-  Υπογονιμότητα και καθ’ έξιν αποβολές.

 

Είδη ινομυώματων

Διακρίνουμε 3 βασικούς τύπους ινομυωμάτων, ανάλογα με την εντόπισή τους στο τοίχωμα της μήτρας:

-  Το υπορογόνιο ινομύωμα, το οποίο εντοπίζεται στην εξωτερική επιφάνεια της μήτρας. Σπάνια προκαλεί διαταραχές στην περίοδο, υπογονιμότητα ή αποβολές, ενδέχεται όμως να πιέζει παρακείμενα όργανα της κοιλιάς.

-  Το τοιχωματικό ινομύωμα, το οποίο εντοπίζεται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας και

-  Το υποβλεννογόνιο ινομύωμα, το οποίο εντοπίζεται εντός της ενδομητρικής κοιλότητας. Ευθύνεται συχνότερα για διαταραχές στην περίοδο, υπογονιμότητα και αποβολές.

Διάγνωση

Τα ινομυώματα συνήθως αποτελούν εύρημα κατά τον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο της γυναίκας και συχνά είναι ψηλαφητά από το γιατρό κατά την αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση. Διάφορες απεικονιστικές εξετάσεις, όπως το γυναικολογικό υπερηχογράφημα, το υδρο-υπερηχογράφημα της μήτρας, η υστεροσαλπιγγογραφία και η μαγνητική τομογραφία  χρησιμοποιούνται στη διάγνωση της παρουσίας και της ακριβούς εντόπισης των ινομυωμάτων, θέτοντας τη βάση της σωστής αντιμετώπισής τους.

Θεραπεία

Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις τα ινομυώματα είναι μικρού μεγέθους, ασυμπτωματικά και ο ρυθμός αύξησής τους μικρός, η παρακολούθησή τους σε ετήσια ή εξαμηνιαία βάση είναι αρκετή. Σε περίπτωση μεγάλων και συμπτωματικών ινομυωμάτων, η θεραπεία διακρίνεται σε:

-  Φαρμακευτική: Χρησιμοποιούνται κυρίως τα GnRH-ανάλογα, τα οποία είναι ενέσιμα ορμονικά σκευάσματα, με στόχο την επίτευξη φαρμακευτικής αναστρέψιμης εμμηνόπαυσης,  συρρίκνωση του ινομυώματος και βελτίωση των συμπτωμάτων. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις φάρμακα, όπως προγεσταγόνα, αντι-ινωδολυτικά και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.

-  Χειρουργική: Η αντιμετώπιση των  υποβλεννογονίων ινομυωμάτων, αυτών δηλαδή που εντοπίζονται στην ενδομητρική κοιλότητα, γίνεται με την υστεροσκόπηση. Η υστεροσκόπηση είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, κατά την οποία προωθείται στην ενδομητρική κοιλότητα, διαμέσου του τραχήλου, ένα ειδικό ενδοσκόπιο, μέσω του οποίου γίνεται επισκόπηση της κοιλότητας με camera και αφαίρεση του ινομυώματος με τη χρήση ειδικών υστεροσκοπικών εργαλείων. Σε αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται καμία τομή και η ασθενής επιστρέφει στη δραστηριότητά της αυθημερόν.

 Η αφαίρεση των υπολοίπων τύπων ινομυωμάτων γίνεται με εκπυρήνιση ή με υστερεκτομή. Κατά την εκπυρήνιση αφαιρούνται μόνο τα ινομυώματα, ενώ η μήτρα διατηρείται. Κατά την υστερεκτομή  αφαιρείται και η μήτρα, με ή χωρίς τις ωοθήκες. Τόσο η εκπυρήνιση, όσο και η υστερεκτομή είναι επεμβάσεις, που μπορούν να γίνουν είτε λαπαροσκοπικά, είτε με ανοιχτή επέμβαση.

Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί πως δε χρειάζονται όλα τα ινομυώματα χειρουργική αντιμετώπιση. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που η χειρουργική αντιμετώπιση επιβάλλεται, κάθε ασθενής πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά στην επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής μεθόδου, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, την ηλικία, την επιθυμία για τεκνοποίηση και σε κάθε περίπτωση την επιθυμία της ίδιας της ασθενούς. Αυτό προϋποθέτει εμπειρία από την πλευρά του ιατρού και υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης με την ασθενή.